Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυγκίνητος -η -ο [asingínitos] Ε5 : που δε συγκινήθηκε ή που δεν μπορεί να συγκινηθεί: Είναι τόσο σκληρός, ώστε και η πιο μεγάλη δυστυχία τον αφήνει ασυγκίνητο. || αδιάφορος, ανεπηρέαστος: Έμεινε ~ από την ομορφιά της.
ασυγκίνητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀσυγκίνητος `που δεν προκαλεί αναταραχή΄ κατά τη σημ. της λ. συγκινώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυγκίνητος1 [asiŋɟínitos] ο, (L)
- unemotional, unexcitable, or impassive person:
- ο πατριάρχης τους καλωσορίζει επίσημα, συγκινημένος, αυτός ο ~ |
- εφρόντισε να εφοδιάσει την αστυνομία μας με δακρυγόνα, ώστε να υποχρεωθούν οι ασυγκίνητοι να κάνουν το καθήκον τους δακρύοντες με το ζόρι (Psathas)
[substantiv. m of ασυγκίνητος2]
- unemotional, unexcitable, or impassive person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυγκίνητος2, -η, -ο [asiŋɟínitos] (L)
- ① unmoved, unaffected, unexcited, apathetic (near-syn αδιάφορος 2, απαθής 1, ant συγκινημένος):
- πνευματικά, ψυχικά ~ |
- η θέα της Iερουσαλήμ δε μ' άφησε ασυγκίνητο (Ouranis) |
- οι εργάτες, ασυγκίνητοι απ' το θορυβώδη χαιρετισμό μας, φτύνουν διαρκώς στο νερό (Athanasiadis-N) |
- δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να περάσει ~ από τη μικρή αίθουσα του θρόνου, όπου ο Mίνως δίκαζε (ChZalokostas) |
- η μετάφρασή του .. δεν άφησε ασυγκίνητο τον Ψυχάρη (Valetas)
- ⓐ unmoved, unswayed, unseduced (syn αδελέαστος, ασαγήνευτος):
- δεν τον είχε αφήσει ασυγκίνητο η ομορφιά της Δ. (Roussos) |
- προχωρεί ~ από των Σειρήνων το τραγούδι (Papanoutsos) |
- τα μπαρμπούνια δεν μένουν ασυγκίνητα μπροστά σε μια καλή μερίδα σκουληκιού (Potamianos)
- ② unemotional, unexcitable, impassive, unimpassioned (near-syn απαθής 2, ψυχρός):
- οι μορφές του αυτοκράτορα και της συζύγου του είναι αυστηρές, ασυγκίνητες (Kanellop) |
- η εργασία .. αντέχει στην απαιτητική και ασυγκίνητη κριτική (Charis) |
- τα προβλήματα αυτά αναλύονται ξερά, με τη σχολαστικότητα ενός συστηματικού και ασυγκίνητου στοχαστή (Sachinis)
- ③ unmoved, unfeeling, unsensitive, cruel (syn αναίσθητος 4, near-syn σκληρός):
- ο Xάρος είναι κακός, ~ |
- η καρδιά μου .. το 'χει να μη μένει ασυγκίνητη στα παρακάλια (Mitropoulou) |
- poem .. κι όλο ανέβαινε | σιγά, βουβά, σκληρή, ασυγκίνητη, | καταποτήρας, το στοιχειό, η πλημμύρα (Palam) |
- κι αφήσαμε ασυγκίνητοι, όταν φεύγαμε, | την Kαλυψώ να κλαίει στην ερημιά της (Koukoulas)
[fr kath ασυγκίνητος ← LK (2nd c. AD) ἀσυγκίνητος]
- ① unmoved, unaffected, unexcited, apathetic (near-syn αδιάφορος 2, απαθής 1, ant συγκινημένος):