Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγκίνητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυγκίνητα [asiŋɟínita] adv (L)
  • unfeelingly, apathetically, impassively (near-syn ατάραχα, ψυχρά):
    • μίλησε ~ |
    • μπορεί να σταματήσω το νου μου, όχι ~, στους δεκαεξασύλλαβους του "Περιπλανώμενου" (Palam) |
    • το δέντρο δίνει πιστά και ~ τον καρπό του (Tsatsos, adapted) |
    • poem μαζί σωροβολιάστηκαν παιδιά, μανάδες, | γερόντοι, βόδια και περάσαμε ~ (Athanas)

[der of ασυγκίνητος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες