Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυγκάλυπτος -η -ο [asiŋgáliptos] Ε5 : που δε συγκαλύπτεται ή που δεν μπορεί να συγκαλυφθεί: Aσυγκάλυπτη απάτη. Aσυγκάλυπτο ψέμα.
[λόγ. α- 1 συγκαλυπ- (συγκαλύπτω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυγκάλυπτος, -η, -ο [asiŋgáliptos] (L)
- ① unconcealed, undisguised, unveiled, manifest (syn ασκέπαστος 3, ant κρυφός, συγκαλυμμένος):
- υπάρχει πάντα κίνδυνος να ξεχάσουμε ό,τι στη λογική του M. είναι ολοκάθαρο και ασυγκάλυπτο (Kanellop)
- ② not covered up, unconcealed, undisguised, blatant (syn απροκάλυπτος, ant καμουφλαρισμένος, συγκαλυμμένος):
- οι Tούρκοι στηρίζονταν στην ασυγκάλυπτη υποστήριξη των Άγγλων (Christidis) |
- θα είχε καταλήξει .. στη διχοτόμηση, είτε ασυγκάλυπτη είτε και καμουφλαρισμένη (id.)
[fr ByzG ασυγκάλυπτος, cpd w. AG συγκαλυπτός; cf PatrG ἀσυγκαλύπτως]
- ① unconcealed, undisguised, unveiled, manifest (syn ασκέπαστος 3, ant κρυφός, συγκαλυμμένος):