Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστόχαστος -η -ο [astóxastos] Ε5 : που δε σκέφτεται πριν ενεργήσει, που δρα απερίσκεπτα: ~ άνθρωπος. Άπραγο κι αστόχαστο παιδί. Aστόχαστη νιότη. || που γίνεται ή λέγεται με επιπολαιότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη: Aστόχαστα λόγια.
αστόχαστα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~. [ελνστ. ἀστόχαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόχαστος1 [astόxastos] ο,
- unthinking or inattentive person (syn ασυλλόγιστος1):
- η λαμπάδα της Λαμπρής έχει κρυφή δύναμη, που οι άπιστοι και οι αστόχαστοι την σκορπίζουν (Charis) |
- την πίστη του Προυστ ασφαλώς τη συναντούμε και στους πιο αστοιχείωτους και αστόχαστους (Dizikirikis, adapted)
[substantiv. m of αστόχαστος2]
- unthinking or inattentive person (syn ασυλλόγιστος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόχαστος2, -η, -ο [astόxastos]
- ① unthinking, inattentive, unreflecting (syn άσκεφτος 1):
- ~δημοσιογράφος, σύμβουλος |
- αστόχαστη μηχανή |
- αστόχαστο παιδί, πλήθος |
- παράτησα από μιαν ανεξήγητην, αστόχαστη πάντα, αντιπάθεια τα γερμανικά μου (Palam) |
- νέες προλήψεις .. χρησιμοποιούνται για σκοινί, που οδηγεί τον αστόχαστο μεγάλο σωρό των ανθρώπων (Papanoutsos transl of Kant) |
- η δημοτική .. μπορεί να εκφράσει όλα όσα έχουν να γράψουν οι οποιοιδήποτε Έλληνες, στοχαστές κι αστόχαστοι (Christidis AK) |
- poem φαντάστηκες στ' αλήθεια, αστόχαστε, των Aχαιών τους γόνους | τόσο κιοτήδες, τόσο απόλεμους ..; (Homer Il 9.40 Kaz-Kakr)
- ② thoughtless, ill-considered, imprudent (syn άσκεφτος 2):
- ~ενθουσιασμός, λόγος, πανηγυρισμός, πόλεμος |
- αστόχαστη αποκοτιά, γνώμη, ορμή, πρόταση, συμβουλή |
- αστόχαστες αποφάσεις, διαδηλώσεις, διαχύσεις, συνεννοήσεις |
- πρέπει να ξαναγίνομε λιτοδίαιτοι· να ξεμάθομε την αστόχαστη πολυτέλεια (Papanoutsos) |
- είναι εντελώς αστόχαστο να δειχνόμαστε ευχαριστημένοι μ' ένα ψήφισμα, του οποίου η κάθε σχεδόν λέξη σηκώνει ατέλειωτες συζητήσεις (Christidis) |
- poem το πέλαο προς αστόχαστα και απέραντα ταξίδια | θα σε καλεί κλ (Tsatsos)
- ③ free of worry, carefree, unconcerned (syn αμέριμνος2, ξένοιαστος):
- ζει ~ |
- τ' άλλα λουλούδια του κήπου, δροσισμένα από τη βροχή .. αστόχαστα κι αφρόντιδα .. χαίρονται την ανάστασή τους (Chourmouzios) |
- poem .. κρυφοβλέπει ο αποσπερίτης | μέσ' απ' το κυπαρίσσι το πυκνό, | που αστόχαστο τραβάει στον ουρανό (Zevgoli)
[fr postmed (Somavera) αστόχαστος ← K ἀστόχαστος 'not aimed at', der of *στοχαστός, whose der στοχαστ-ικός]
- ① unthinking, inattentive, unreflecting (syn άσκεφτος 1):