Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυφιλία η [astifilía] Ο25 : δημογραφικό φαινόμενο κατά το οποίο οι αγροτικοί πληθυσμοί εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και εγκαθίστανται μόνιμα στα μεγάλα αστικά κέντρα: Οι αίτιες και τα αποτελέσματα της αστυφιλίας. Συνέπεια της αστυφιλίας είναι η ερήμωση της υπαίθρου και ο μαρασμός των χωριών.
[λόγ. άστυ + -φιλία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυφιλία [astifilía] η, (L)
- movement (or attraction) of rural population to cities (syn ουρμπανισμός, near-syn αστικοποίηση 1):
- έδωσε ριζική λύση στο ζήτημα της αστυφιλίας εποικίζοντας τα χωριά με ηλικιωμένους (Evelpidis) |
- ούτε η ~ αναμένεται ότι θα συγκρατηθεί μέσα στα προσεχή λίγα χρόνια (DPolemis)
[fr kath (neol) αστυφιλία, der of *αστύφιλος w. suff -ία]
- movement (or attraction) of rural population to cities (syn ουρμπανισμός, near-syn αστικοποίηση 1):