Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυσία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστυσία η [astisía] Ο25 : (ιατρ.) αδυναμία ή ανικανότητα για στύση.

[λόγ. < ελνστ. ἀστυσία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστυσία [astisía] η, (L) med
  • inability to have an erection, impotence:
    • [είναι] σπάνια όμως η ~

[fr kath αστυσία ← LK ἀστυσία, der of ἄστυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες