Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυνόμος ο [astinómos] Ο18 : βαθμός αξιωματικού της αστυνομίας: ~ A', βαθμός ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον αστυνόμο B' και κατώτερος από τον αστυνομικό υποδιευθυντή, αντίστοιχος με τον ταγματάρχη του στρατού ξηράς. ~ B', βαθμός κατώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον υπαστυνόμο A' και κατώτερος από τον αστυνόμο A', αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς. || Επικεφαλής των αστυφυλάκων ήταν ένας ~. || (επέκτ.) απλός αστυνομικός ή βαθμοφόρος και ιδίως διοικητής αστυνομικού τμήματος ή σταθμού χωροφυλακής: Ο ~ του χωριού.
[λόγ. < αρχ. ἀστυνόμος `αξιωματούχος για τη δημόσια ασφάλεια΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνόμος [astinόmos] ο,
- ① police officer, policeman (Br constable) (syn in αστυνομικός1 1):
- πέρασε ένας ~ |
- τόσος θόρυβος έγινε και δε φάνηκε κανένας ~ |
- ήρθαν οι αστυνόμοι να επιβάλουν την τάξη
- ⓐ specif city police captain (near-syn μοίραρχος):
- στα ρεμπέτικα ο ~
- ② person acting to preserve rules or order, policeman, guardian:
- οι βυρωνικοί αυτοί πρωταγωνιστές .. τρομάζουν τους αστυνόμους της ηθικής (Palam)
[fr MG (Du Cange) αστυνόμος ← K, AG ἀστυνόμος]
- ① police officer, policeman (Br constable) (syn in αστυνομικός1 1):