Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυνομικός ο [astinomikós] Ο17 θηλ. αστυνομικός [astinomikós] Ο34 & (οικ.) αστυνομικίνα [astinomi
ína] Ο26 : αυτός που υπηρετεί στην αστυνομία: ~ με στολή / με πολιτικά. Mυστικός ~. Tον συνέλαβαν δύο αστυνομικοί και τον οδήγησαν στο τμήμα. [λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αστυνομικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αστυνομικ(ός) -ίνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυνομικός -ή -ό [astinomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστυνομία: Aστυνομικό τμήμα. Aστυνομικό αυτοκίνητο. Aστυνομική διάταξη / νοοτροπία. Aστυνομική επιτήρηση. Aστυνομική ταυτότητα, που εκδίδεται από τις αστυνομικές αρχές. Aστυνομικό όργανο, ο αστυνομικός. Aστυνομικά μέτρα, ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα που λαμβάνονται και εφαρμόζονται από την αστυνομία. Aστυνομικό κράτος / καθεστώς, στο οποίο η εξουσία ασκείται με μέτρα αστυνομικά. ~ σκύλος, που χρησιμοποιείται από την αστυνομία. Aστυνομικό μυθιστόρημα / φιλμ, και ως ουσ. το αστυνομικό, που έχει ως υπόθεση ένα έγκλημα και την προσπάθεια για τη διαλεύκανσή του. Aστυνομικό δαιμόνιο. ~ επιθεωρητής. || (ως ουσ.) ο αστυνομικός*. || (ειδικότ., στην ιεραρχία της αστυνομίας): ~ διευθυντής, βαθμός ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον αστυνομικό υποδιευθυντή και κατώτερος από τον ταξίαρχο, αντίστοιχος με το συνταγματάρχη του στρατού ξηράς. ~ υποδιευθυντής, βαθμός ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, ανώτερος από τον αστυνόμο A' και κατώτερος από τον αστυνομικό διευθυντή, αντίστοιχος με τον αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς. Aστυνομική Διεύθυνση.
[λόγ. < αρχ. ἀστυνομικός `που ανήκει σε αστυνόμο΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνομικός1 [astinomikós] ο, (L)
- ① police officer, policeman (Br constable) (syn αστυνόμος 1, αστυφύλακας, πόλισμαν, [in suburbia] χωροφύλακας):
- μυστικός ~ |
- τρεις αστυνομικοί τον συνέλαβαν |
- οι αστυνομικοί έκαναν έρευνα στο σπίτι |
- επλησίαζαν αστυνομικοί να αποσύρουν την οβίδα |
- διπλώνει το γράμμα, .. το δίνει του αστυνομικού (Petsalis) |
- ο ~
- ② privately employed person entrusted w. police duties, guard (syn φύλακας):
- ένας ~
[fr kath ο αστυνομικός, substantiv. m of αστυνομικός2]
- ① police officer, policeman (Br constable) (syn αστυνόμος 1, αστυφύλακας, πόλισμαν, [in suburbia] χωροφύλακας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνομικός2, -ή, -ό [astinomikós] (L)
- of or pertaining to police:
- ~ |
- αστυνομική περίπολος, στολή |
- αστυνομική διαταγή |
- αστυνομικές διατάξεις, ειδήσεις, μέθοδοι |
- αστυνομικό ρεπορτάζ |
- αστυνομικά χρονικά |
- ~ συντάκτης (or ανταποκριτής) journ police reporter (syn αστυνομικογράφος) |
- αστυνομική διεύθυνση sp. also Aστυνομική Διεύθυνση, police headquarters |
- αστυνομικό αυτοκίνητο patrol car, police car (syn περιπολικό) |
- αστυνομικό δελτίο daily record of activities in police stations available to police reporters, police blotter |
- αστυνομικό διήγημα (μυθιστόρημα) detective story |
- αστυνομικό όργανο policeman (syn in αστυνομικός1 1, syn phr όργανο της τάξης) |
- αστυνομικό τμήμα police station (syn αστυνομία 2) |
- αστυνομικό κράτος police state |
- ο ~ κλοιός σφίγγεται |
- αστυνομικές πηγές δήλωσαν ότι οι έρευνες συνεχίζονται |
- ακολούθησε τον αστυφύλακα σ' ένα άλλο γραφείο του αστυνομικού μεγάρου (Xenop) |
- μόνο με αστυνομικά μέτρα δεν λύνεται ένα πρόβλημα τόσο σοβαρό (Psathas) |
- τα ανελεύθερα καθεστώτα είναι αδύνατο να επιζήσουν χωρίς τον αστυνομικό έλεγχο (IPesmazoglou)
[fr kath αστυνομικός ← K (also pap, 3rd c. BC), AG ἀστυνομικός]
- of or pertaining to police: