Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυνομικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστυνομικά [astinomiká] adv (L)
  • by or through the police, in a police-like manner:
    • πλήθος δεκτών .. αγοράζονται από μιαν απέραντη, γι' αυτό και ~

[der of αστυνομικός2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες