Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστυνομία η [astinomía] Ο25 : 1.κρατική υπηρεσία της οποίας προορισμός είναι η τήρηση της δημόσιας τάξης και γενικά η εφαρμογή των διατάξεων της πολιτείας: Ελληνική Aστυνομία. Διεύθυνση / αρχηγός της αστυνομίας. Mυστική ~. ~ τουριστική / λιμενική. H ~ απαγόρεψε τη διαδήλωση. ~ πόλεων (παλαιότερα, μόνο σε ορισμένες πόλεις). || το κτίριο στο οποίο στεγάζεται η αστυνομία. || οι αστυνομικοί: Οι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την ~. Aνοίξτε, ~! 2. υπηρεσία με αντίστοιχα καθήκοντα στα πλαίσια διάφορων οργανισμών, ιδίως κρατικών: ~ στρατιωτική / ναυτική / δημοτική / ιδιωτική.
[λόγ. < αρχ. ἀστυνομία `το αξίωμα του αστυνόμου΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστυνομία [astinomía] η, (L)
- ① police (Br constabulary) (syn αστυφυλακή, χωροφυλακή):
- ~ |
- ~ ηθών vice squad |
- ~ λιμένος port police |
- μυστική ~ secret police |
- στρατιωτική ~ military police (syn στρατονομία) |
- ~ πόλεων sp. also Aστυνομία police department (in Athens, Thessaloniki, Piraeus, Patras, and Kerkyra) |
- τους συνέλαβε η ~ |
- η ~ διέλυσε τη διαδήλωση
- ② police station (syn αστυνομικό τμήμα):
- δυο νύχτες στην ~
[fr kath αστυνομία ← K, AG (Aristotle) ἀστυνομία, der of ἀστυνόμος w. suff -ία]
- ① police (Br constabulary) (syn αστυφυλακή, χωροφυλακή):