Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστροφυσικός ο [astrofisikós] Ο17 θηλ. αστροφυσικός [astrofisikós] Ο34 : ο ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την αστροφυσική.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αστροφυσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστροφυσικός -ή -ό [astrofisikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αστροφυσική: Aστροφυσική μελέτη του ήλιου. || (ως ουσ.) ο αστροφυσικός*.
[λόγ. αστροφυσ(ική) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστροφυσικός1 [astrofisikós] ο, (L)
- astrophysicist:
- o Carl Sagan, αυτός ο ~ |
- ο αεροναυπηγός, ο ~
[fr kath (neol) ο αστροφυσικός, substantiv. m of αστροφυσικός2]
- astrophysicist:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστροφυσικός2, -ή, -ό [astrofisikós] (L)
- of or pertaining to astrophysics, astrophysical:
- αστροφυσικό αστεροσκοπείο |
- αστροφυσικό παρατηρητήριο
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστροφυσικός, cpd w. φυσικός]
- of or pertaining to astrophysics, astrophysical: