Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστροφεγγιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστροφεγγιά η [astrofengá] Ο24 : για την ξάστερη νύχτα, τη νύχτα που φωτίζεται μόνο από την έντονη λάμψη των άστρων· ξαστεριά: Xθες είχαμε ~.

[μσν. αστροφεγγιά < αστρο- + φέγγ(ω) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροφεγγιά [astrofeŋɟjá] η,
  • starlight (syn αστρόφεγγο, αστροφώς, αστρόφωτο):
    • ουρανός με ~ |
    • ~ σα να 'ναι ημέρα |
    • ανοιξιάτικη, απαλή, θαμπή, λαμπρή, καλοκαιριάτικη ~ |
    • έτσι την πορφύρωναν τα έκπληκτα ηλιοβασιλέματα, έτσι την ασήμωναν οι εκστατικές αστροφεγγιές (Xenop) |
    • θα περνούσανε τη νύχτα στο κατάστρωμα κάτω απ' την ~ (KPolitis) |
    • μόλις διέκρινα κάτω στην ~ τη σιλουέτα του (Kokkinos) |
    • folks. εψές με την ~ |
    • poem τ' ουρανού δεν είχε ο θόλος | τέτοια ωραίαν ~ |
    • χορεύει μια νεράιδα | με την ~ (Rotas)

[fr postmed (Ger. Vlachos, Du Cange) αστροφεγγιά ← MG αστροφεγγία (whence Kythera αστροφεγγία), der of αστροφεγγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες