Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστροπελέκι το [astropeléki] Ο44 : ο κεραυνός.
[μσν. αστροπελέκι(ν) < *αστραποπελέκιν (πρβ. μσν. στραποπελέκιν) < αστραπ(ή) -ο- + πελέκι(ν) με απλολ. [apope > ope] ή μάλλον παρετυμ. άστρο]
[Λεξικό Κριαρά]
- αστροπελέκι το.
-
- Kεραυνός:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1728).
[<ουσ. αστραποπελέκι. T. ‑ιον το 10. αι. (LBG, λ. ‑ιν). H λ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- Kεραυνός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστροπελέκι [astropeléci] το, (& region. αστραποπελέκι)
- lightning bolt, thunderbolt (syn in αστραπή 1b):
- είδε ο θεός το άδικο κι έριξε ~ |
- καρφώθηκε στον τόπο του σαν να τον είχε χτυπήσει ~ (Venezis) |
- έπεφταν οι σαΐτες σα βροχή, .. και σαν αστροπελέκια οι λουμπαρδιές (Petsalis) |
- τ' αστροπελέκια χτυπιόνταν με τις ψηλές βαλανιδιές στο λόγγο (Plaskovitis) |
- folks. κι ~ |
- poem τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ' άλλο, | πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο (Solom) |
- η δόξα είναι το μέγα έλατο, που στέκει | και αψήφιστα καλεί το ~ (Palam)
[fr postmed, MG αστροπελέκιν by haplol fr MG αστραποπελέκιν, this cpd of αστραπή & πελέκιν, der of πέλεκυς; cf αστραποπέλεκο]
- lightning bolt, thunderbolt (syn in αστραπή 1b):
[Λεξικό Κριαρά]
- αστροπελεκίζω.
-
- Kεραυνοβολώ:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [11] δις).
[<ουσ. αστροπελέκι + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. λ. ‑ώ στο Somav.]
- Kεραυνοβολώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστροπελεκίς [astropelecís] adv, region.
- in a flash, instantaneously (syn in αστραπή 3):
- έγινε ~
[der of αστροπελέκι w. suff -ίς; cf αποσπερίς, νωρίς, ολημερίς etc]
- in a flash, instantaneously (syn in αστραπή 3):