Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρονομικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρονομικός -ή -ό [astronomikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αστρονομία ή με τον αστρονόμο: ~ χάρτης / πίνακας. Aστρονομικές έρευνες / παρατηρήσεις. Aστρονομικό συνέδριο. 2. (μτφ.) για υπερβολικά μεγάλα ποσά ή αριθμούς: Aστρονομικοί αριθμοί. Aστρονομικό ποσό. Aστρονομικές τιμές, παράλογα υψηλές. Mε τον πληθωρισμό οι τιμές έφτασαν σε αστρονομικά ύψη.

[λόγ. < αρχ. ἀστρονομικός `έμπειρος στην αστρονομία΄ & σημδ. γαλλ. astronomique]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρονομικός, -ή, -ό [astronomikós] (L)
  • ① of or pertaining to astronomy, astronomical:
    • ~ |
    • αστρονομική αρμονία, ημέρα, μελέτη, παρατήρηση, ώρα |
    • αστρονομικό έτος, πρόβλημα, τηλεσκόπιο |
    • ~ χρόνος sidereal time |
    • αστρονομική ναυτιλία astronavigation |
    • αστρονομική πυξίδα astrocompass |
    • αστρονομικό ημερολόγιο ephemeris; naut nautical almanac |
    • αστρονομικό πλάτος celestical latitude |
    • αστρονομικό στίγμα astronomical position, astrofix |
    • κάνει τους αναγκαίους αστρονομικούς υπολογισμούς για να καθορίσει μιαν ακριβή χρονολογία (Evelpidis) |
    • δεν ξέρει αν ο ~ χώρος .. έχει μορφή παραβολικής ή υπερβολικής καμπύλης (Lambridi)
  • ② fig excessive, exorbitant, outrageous, astronomical (syn τεράστιος, υπερβολικός):
    • αστρονομικοί μισθοί |
    • αστρονομική τιμή |
    • αστρονομική απόσταση, αύξηση, δαπάνη, ταχύτητα |
    • αστρονομικό κέρδος, ποσόν |
    • αστρονομικά κονδύλια διατίθενται για την άμυνα της χώρας |
    • οι πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου αγοράζονται σήμερα σε τιμές αστρονομικές (Papanoutsos) |
    • βιβλία της τσέπης σε αστρονομικούς αριθμούς κατασταλάζουν σε βιβλιοθήκες (Panagiotop) |
    • οι ναύλοι ανέβαιναν σε ύψη αστρονομικά (Karagatsis) |
    • ο πλούτος της Aμερικής είχε πάρει διαστάσεις αστρονομικές (Theotokas)

[fr kath αστρονομικός ← postmed (Somavera), MG (4th c.) ← K, AG ἀστρονομικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες