Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστροναύτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστροναύτης ο [astronáftis] Ο10 θηλ. αστροναύτισσα [astronáftisa] Ο27 : μέλος του πληρώματος ενός διαστημοπλοίου: Tο διαστημόπλοιο με δύο αστροναύτες έφτασε στη Σελήνη.

[λόγ. < γαλλ. astronaute < astronautique = αστροναυ(τική) -της (αναδρ. σχημ.) & μέσω του αγγλ. astronaut· λόγ. αστροναύτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροναύτης [astronáftis] ο, η, (L)
  • astronaut (syn κοσμοναύτης):
    • poem ήταν ένας περίπατος όπως ακριβώς στο φεγγάρι | απ' τους αστροναύτες (Stogiannidis)

[fr kath (neol) αστροναύτης, cpd w. ναύτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες