Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστροναυτική η [astronaftikí] Ο29 : επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη, την οργάνωση και την πραγματοποίηση ταξιδιών στο διάστημα.
[λόγ. < γαλλ. astronautique < astro- = αστρο- + αρχ. ναύτ(ης) -ique = -ική & μέσω του αγγλ. astronautics]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστροναυτική [astronafticí] η, (L)
- science dealing w. space travel, astronautics:
- η επιτυχία σε όλους τους κλάδους της εφαρμοσμένης επιστήμης, .. από την ηλεκτροτεχνία έως την ~
[fr kath αστροναυτική (sc επιστήμη), substantiv. f of αστροναυτικός]
- science dealing w. space travel, astronautics: