Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρολόγος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρολόγος ο [astrolóγos] Ο18 θηλ. αστρολόγος [astrolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την αστρολογία, αυτός που προβλέπει το μέλλον με βάση τη θέση και τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων: Tο ωροσκόπιο του περιοδικού συντάσσεται από ειδικό αστρολόγο. Διάσημος ~ προβλέπει ότι…

[λόγ. < ελνστ. ἀστρολόγος, αρχ. σημ.: `αστρονόμος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
αστρολόγος ο· αστρόλογος.
  • Aυτός που προλέγει τα μέλλοντα από την παρατήρηση των άστρων:
    • (Διγ. O 41).

[αρχ. ουσ. αστρολόγος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρολόγος [astrolόγos] ο,
  • astrologer (syn αστρομάντης):
    • γάμος δεν μπορεί να γίνει χωρίς ν' ανακατευτούν οι αστρολόγοι (Kazantz) |
    • διέταξε .. να σταματήσει μια εκστρατεία, γιατί δεν ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που όρισαν οι αστρολόγοι (Evelpidis) |
    • να ζητείται κάθε εφτά χρόνια καινούργιο ωροσκόπιο και συμβουλή από τον αστρολόγο (Louros) |
    • ένας ~ .. μου είχε πει ότι έχω μεγάλη τύχη (Stratou)

[fr postmed, MG (Manasses etc) αστρολόγος ← PatrG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αστρολογοσκοπώ.
  • Παρατηρώ, μελετώ τα άστρα για μαντεία:
    • (Kαλλίμ. 1067).

[<αστρολογώ + σκοπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες