Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρικός -ή -ό [astrikós] Ε1 : (αστρον.) που προέρχεται από τους αστέρες ή που έχει σχέση με αυτούς: Aστρικό φως. Aστρική ακτινοβολία / τροχιά / κίνηση. Aστρική ημέρα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις ενός αστέρα. ~ χρόνος, που βασίζεται στην αστρική ημέρα. Aστρικό εκκρεμές.

[λόγ. < αρχ. ἀστρικός `που αναφέρεται στους αστέρες΄ σημδ. γαλλ. sidéral]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρικός, -ή (& Kazantz -ιά), -ό [astrikós] (L)
  • ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):
    • αστρικοί θεοί |
    • αστρική αποικία, γοητεία, περιπλάνηση |
    • αστρικό διάστημα |
    • αστρικό σώμα mystical, invisible cover of the soul |
    • η αστρική σκόνη μετεωρίζεται στο διάστημα |
    • astrol δέχεστε δυνατές αστρικές επιδράσεις τις τελευταίες μέρες του Oκτωβρίου |
    • προβλέπουμε να κατακτήσουμε μια αστρική γειτονιά, όπου η γη δεν θα παίζει πια τον κύριο ρόλο (Panagiotop) |
    • ο ήλιος είναι το κέντρο του αστρικού μας συστήματος (Papatsonis) |
    • ποια είναι αυτή η μυστηριακή ενέργεια, η αστρική, η παντοδύναμη, που απορρέει από μια τόσο μικροσκοπική εστία; (Chatzinis) |
    • poem .. τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου | κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν (Palam) |
    • .. μπασιά σπηλιάς στην αστρικιά φεγγοβολή ξεκρίνει (Kazantz Od 14.73)
  • ② star-shaped, stellate, stelliform (syn αστεροειδής2):
    • ένας μεγάλος ναπολιτάνικος κατρέφτης .. φάνταζε ολοστρόγγυλος με το σκέδιό του το αστρικό μέσα στην αχτιδωτή του κορνίζα (Vlami) |
    • άλλα τηγανοειδή σκεύη έχουν γεωμετρικά, αστρικά ίσως κοσμήματα (ASakellariou)
  • ③ starry, shining, flashing (syn αστεράτος 2):
    • η λεπίδα έλαμπε με κρυστάλλινη, αστρική λάμψη (Terzakis) |
    • poem βουβός ο δοξαράς την αστρική σπιθάτη αμμούδα σκάφτει (Kazantz Od 10.1257)

[fr kath αστρικός ← MG (12th c.) ← K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες