Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστρικό [astrikό] το,
- ① destiny, fortune, fate (syn μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό):
- του διάβασε το ~του |
- το ~του καθενός βρίσκεται στα ίδια του τα χέρια (KPolitis)
- ② invisible spirit or demon (syn αερικό, ξωτικό, L πνεύμα):
- poem τη ματιά μου ξαφνίζουνε, μου πνίγουν | αστρικά και φαντάσματα το νου (Palam)
[fr postmed, MG αστρικόν 'ζώδιο', substantiv. n of αστρικός]
- ① destiny, fortune, fate (syn μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό):
[Λεξικό Κριαρά]
- αστρικόν το.
-
- 1)
- α) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
- Eις αστρικόν καταπλοκής … η μάννα μου μ’ εγέννησε (Γλυκά, Στ. 295)·
- β) πεπρωμένο, μοίρα:
- (Kυπρ. ερωτ. 216).
- α) Aστερισμός κάτω από τον οποίο γεννιέται κανείς, ζώδιο:
- 2) (Πληθ.) οι αόρατες φυσικές δυνάμεις:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1829).
[ουδ. του μτγν. επιθ. αστρικός ως ουσ. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ό)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστρικός -ή -ό [astrikós] Ε1 : (αστρον.) που προέρχεται από τους αστέρες ή που έχει σχέση με αυτούς: Aστρικό φως. Aστρική ακτινοβολία / τροχιά / κίνηση. Aστρική ημέρα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις ενός αστέρα. ~ χρόνος, που βασίζεται στην αστρική ημέρα. Aστρικό εκκρεμές.
[λόγ. < αρχ. ἀστρικός `που αναφέρεται στους αστέρες΄ σημδ. γαλλ. sidéral]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστρικός, -ή (& Kazantz -ιά), -ό [astrikós] (L)
- ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):
- αστρικοί θεοί |
- αστρική αποικία, γοητεία, περιπλάνηση |
- αστρικό διάστημα |
- αστρικό σώμα mystical, invisible cover of the soul |
- η αστρική σκόνη μετεωρίζεται στο διάστημα |
- astrol δέχεστε δυνατές αστρικές επιδράσεις τις τελευταίες μέρες του Oκτωβρίου |
- προβλέπουμε να κατακτήσουμε μια αστρική γειτονιά, όπου η γη δεν θα παίζει πια τον κύριο ρόλο (Panagiotop) |
- ο ήλιος είναι το κέντρο του αστρικού μας συστήματος (Papatsonis) |
- ποια είναι αυτή η μυστηριακή ενέργεια, η αστρική, η παντοδύναμη, που απορρέει από μια τόσο μικροσκοπική εστία; (Chatzinis) |
- poem .. τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου | κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν (Palam) |
- .. μπασιά σπηλιάς στην αστρικιά φεγγοβολή ξεκρίνει (Kazantz Od 14.73)
- ② star-shaped, stellate, stelliform (syn αστεροειδής2):
- ένας μεγάλος ναπολιτάνικος κατρέφτης .. φάνταζε ολοστρόγγυλος με το σκέδιό του το αστρικό μέσα στην αχτιδωτή του κορνίζα (Vlami) |
- άλλα τηγανοειδή σκεύη έχουν γεωμετρικά, αστρικά ίσως κοσμήματα (ASakellariou)
- ③ starry, shining, flashing (syn αστεράτος 2):
- η λεπίδα έλαμπε με κρυστάλλινη, αστρική λάμψη (Terzakis) |
- poem βουβός ο δοξαράς την αστρική σπιθάτη αμμούδα σκάφτει (Kazantz Od 10.1257)
[fr kath αστρικός ← MG (12th c.) ← K (also pap)]
- ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):