Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραφτερά [astrafterá] adv
- shiningly, radiantly, glowingly (syn λαμπερά):
- λάμπει το φεγγάρι στη χάση του τόσο ~(Petsalis) |
- κανενός ίσως ποιητή οι στίχοι δεν παιχνιδίζουνε τόσο ~ και τόσο χαριτωμένα (Karantonis) |
- θέλησε .. να δει τι ήταν αυτό που φώτιζε τόσο άπλετα και τόσο ~ (AAGeorgiadis-K) |
- poem μη σας τρομάζει τ' άραχνο στεφάνι, | για σας θα λουλουδίζει ~(Malakasis)
[der of αστραφτερός]
- shiningly, radiantly, glowingly (syn λαμπερά):