Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραπόβροντο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστραπόβροντο το [astrapóvrondo] Ο41 & αστραποβρόντι το [astrapo vróndi] Ο44 : ταυτόχρονη βροντή και αστραπή και με επέκταση ο κεραυνός ή η καταιγίδα.

[μσν. αστραπόβροντο < αστραπ(ή) -ο- + βροντ(ή) -ο· αστραπ(ή) -ο- + βροντ(ή) -ι]

[Λεξικό Κριαρά]
αστραπόβροντο το.
  • Aστραπές και βροντές:
    • (Bέλθ. 1091
    • (μεταφ. προκ. για ερωτικό πόθο):
      • (Pοδολ. E´ 566).

[<ουσ. αστραπή + βροντή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστραπόβροντο [astrapόvrondo] το,
  • ① αστραποβροντή:
    • βροντούν, πέφτουν, σκάζουν αστραπόβροντα |
    • ήταν σωστή θύελλα, με αστραπόβροντα και με χαλάζι (Xenop) |
    • οι ράχες [του βουνού] είναι τόσο μυτερές που τραβάνε ολοχρονίς, νύχτα και μέρα, τ' ~ (Petsalis) |
    • στον ουρανό λούφαξε ένα ~ καλοκαιρινής νεροποντής (Koumantareas) |
    • [το χελιδόνι] δεν είχε τόπο να σταθεί μέσ' τ' αστραπόβροντα, που πάσχιζαν να ξεριζώσουν τα ουράνια (Vasilikos) |
    • folks. τρία μεγάλα σύγνεφα στο Kαρπενήσι πάνε, | το 'να φέρνει αστραπόβροντα, τ' άλλο χαλαζοβρόχια (NPolitis) |
    • poem και δε φοβούμαι πια αστραπόβροντα, τον ουρανό δεν τρέμω (Kazantz Od 14.552)
  • ② fig thunderous flash, explosion (near-syn L εκπυρσοκρότηση):
    • χαιρετούσαν από τα πλεούμενα τιμητικά τον υποψήφιο και του σκορπούσανε τα καλώς όρισες με τ' αστραπόβροντά τους (Palam) |
    • poem κι ακούσθη τ' ~της λευτεριάς το πρώτο (id.)

[fr MG αστραπόβροντο (Kriaras' Lex), cpd w. βροντή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες