Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραποβόλημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστραποβόλημα το [astrapovólima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα, το φαινόμενο του αστραποβολώ.

[αστραποβολη- (αστραποβολώ) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστραποβόλημα [astrapovόlima] το,
  • ① (flash of) lightning (syn αστραπή 1, αστραποβολητό):
    • βουή ανέμου από το πευκόδασο· αστραποβολήματα στο μπουγάζι, μπουμπουνητά στα ουράνια (Makistos)
  • ② flashing, shining, flash, sparkle (syn άστραμμα 1):
    • το ~των ματιών, του νερού |
    • εκτυφλωτικό, χρυσοκόκκινο ~ |
    • το διαβατικό ~ενός μετεώρου (Palam) |
    • παίρνει το λαμπρό ~ του υδραργύρου κάτω από τον ήλιο (Panagiotop) |
    • τα φώτα σε τυφλώνουν μόλις βραδυάσει σε άπειρους .. συνδυασμούς κινήσεων, τροχιές, αστραποβολήματα κλ (Chatzinis)

[fr kath (Koumanoudis) αστραποβόλημα (1886, 1890), der of αστραποβολώ; cf ByzG ακτινοβόλημα, λιθο-, πετρο-, φωτο- βόλημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες