Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστραποβολώ [astrapovoló] & -άω Ρ10.1α : 1.(λογοτ., λαϊκότρ.) για συνεχείς αστραπές, αστράφτω πολύ. 2. λάμπω: H θάλασσα αστραποβολάει. Tα κοσμήματά της αστραποβολούσαν. || Tο σπίτι αστραποβολάει από καθαριότητα. Aστραποβολούσε από τη χαρά του.
[αστραπ(ή) -ο- + -βολώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραποβολώ [astrapovolό] (& στραποβολώ) αστραποβολεί (& αστραποβολάει), ipf αστραποβολούσα, aor αστραποβόλησα (subj αστραποβολήσω)
- flash, glow, shine (syn αστραποκοπώ, αστραπολάμπω, αστραφτοβολώ, αστραφτοκοπώ, αστράφτω A1, λαμποκοπώ, λάμπω):
- αστραποβολεί η άσφαλτος, ο ήλιος, η θάλασσα, η πλατεία, το φως |
- αστραποβολούν τα χαλκώματα, τα χιόνια |
- αστραποβολούν τα μάτια της |
- ο συνήγορος κυριολεκτικά αστραποβόλησε |
- η ομορφιά τους αστραποβολάει μπροστά μας (Myriv) |
- βλέπανε ν' αστραποβολάει ο τόπος από τ' άρματα (Melas) |
- τη βρήκα να αστραποβολάει από ενθουσιασμό (Chairop) |
- η καμπίνα του ανθυποπλοίαρχου στραποβολούσε (Venezis)
[fr MG *αστραποβολώ; cf φεγγοβολώ, φωτοβολώ, χαλαζοβολώ, ροβολώ; cf also (MG) L αστραπηβολώ (12th c.)]
- flash, glow, shine (syn αστραποκοπώ, αστραπολάμπω, αστραφτοβολώ, αστραφτοκοπώ, αστράφτω A1, λαμποκοπώ, λάμπω):