Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστραπηδόν [astrapi∂όn] adv (L)
- like lightning, (as quick as) lightning, in a flash, in a jiffy (syn αστραπή 3):
- ενήργησε ~ |
- κατά μόνας, με τη σκιά ενού γέροντα, τις λες τις ιδέες ~ (Papatsonis)
[fr kath αστραπηδόν ← AG]
- like lightning, (as quick as) lightning, in a flash, in a jiffy (syn αστραπή 3):