Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστρακιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστρακιά [astracjá] η, (& αστραχιά & αστρεχιά) region.
  • ① mortar made of lime and ground potsherds (syn αστράκι2 2)
  • ⓐ roof covered w. mortar made of lime and ground potsherds (near-syn ταράτσα)
  • ② projecting overhang at edge of roof, eaves (syn αστράχα 1, L γείσο, προστέγασμα)

[fr postmed (Somavera) αστρακιά ← *οστρακία, der of όστρακον w. suff -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες