Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστρίτης ο [astrítis] Ο10 : είδος μικρού δηλητηριώδους φιδιού που συγγενεύει με την οχιά και ζει σε ξερά και ηλιόλουστα μέρη με αραιή βλάστηση.
[άστρ(ο) -ίτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστρίτης [astrítis] ο, zoo
- asp, viper, Vipera ammodytes (syn ασπίδα2, αστρογαλιά):
- έχει μάτια σαν ~(or έχει μάτια αστρίτη) he is sharp-eyed |
- κάτω από το φράχτη το σφύριγμα και η οργή του αστρίτη δεν έφταναν να μας ταράξουν τη χαρά του πόθου μας (Gryparis) |
- με κοίταζε τώρα κατάματα και το μάτι της κάρφωνε, ~(Terzakis) |
- folks. φίδια στρώνει το φάρο της κι οχιές τον καλιγώνει, | και τους αστρίτες τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια (NPolitis) |
- φίδι να φάει τη γλώσσα σου κι ~το κορμί σου (DPetrop) |
- poem κι είναι το σωθικό σας λιονταριού, το μάτι σας αστρίτη you have the guts of a lion, the eye of an asp (Kazantz Od 7.556) |
- ο Xάρος την καρδιά του Διγενή | δαγκώνει σαν κακός ~(Skipis)
[der of MG αστρίτης (perh Martianus Capella gramm., 1.75 Dick: astrites), der of άστρον w. suff -ίτης]
- asp, viper, Vipera ammodytes (syn ασπίδα2, αστρογαλιά):