Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστοχασιά η [astoxasxá] Ο24 : (προφ.) η ιδιότητα του αστόχαστου ανθρώπου: Ήταν ~ του να μη σε συμβουλευτεί.
[α- 1 στόχασ(η) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστοχασιά [astoxasjá] η,
- ① absence of thought, unthinkingness (ant σκέψη, στόχαση):
- ο ποιητής ξέρει να μεταμορφώνει σε ομορφιά .. την κίνησην ή την ακινησία του, τη σκέψη του ή την ~του (Palam) |
- να αφήσει την ~ που έχει και να προχωρήσει στη στόχαση (Theodorakop)
- ② thoughtlessness, heedlessness, imprudence (syn απερισκεψία 1, ασκεψιά 1, ασυλλογισιά):
- παιδιάτικη ~ |
- η ~ της νεότητας |
- μόνο αδαημοσύνη και ~μαρτυρούν εκείνοι, που φαντάζονται πως μπορούν να το βαστάξουν [το Kυπριακό] μόνοι τους ολόκληρο (Christidis) |
- από ανεξήγητη ~ .. διατάζονται οι δυνάμεις των εθνικιστών να πάνε στις ερημιές (ChZalokostas)
- ③ injudicious or foolish act, stupidity (syn απερισκεψία 2, ασκεψιά 2):
- κάναμε την ~ν' ανάψουμε φωτιά (Zappas) |
- μπορεί να 'ταν ~ πρώτης, μια πράξη μαθές απερίσκεπτη, ν' αφήσω το νησί με την αστραφτερή θάλασσα (id.)
[fr postmed (Somavera) αστοχασιά ← (Ger. Vlachos, 1659) αστοχασία ← αστοχασία (Pontic), der of α- & στοχάζομαι w. suff -σία]
- ① absence of thought, unthinkingness (ant σκέψη, στόχαση):