Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστοχία η [astoxía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του άστοχου, αυτού που δεν μπορεί να σκοπεύσει με επιτυχία: Είχε ~ στο κυνήγι αυτή τη φορά. || η άστοχη βολή: Εννιά επιτυχίες και μία ~. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα μιας άστοχης ενέργειας και κυρίως η απερισκεψία: Ήταν ~ μου να μη στο πω.
[λόγ. < ελνστ. ἀστοχία (λαϊκό: αστοχιά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αστοχία η· αστοχιά.
-
- 1) Aποτυχία:
- αστοχίες εν παντί πράγματι (Διήγ. πανωφ. 55).
- 2) Aσυνεσία, αφροσύνη, αστοχασιά:
- για ’δέ την φρονιμίαν τους! ω! η μούτζα και αστοχία τους! (Συναξ. γυν. 848).
- 3) Aφορία της γης, σιτοδεία:
- η θεά … με τσι θανάτους κι αστοχιές περίσσια τσι παιδεύγει (Πανώρ. Δ´ 202).
[μτγν. ουσ. αστοχία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aποτυχία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστοχία [asto ía] η, (L) & region. (Eub,
- Crete, Karp, Kythnos, Megara)
- ① failure to hit the target, miss (ant ευστοχία)
- ② inappropriateness, unsuitability, infelicity (syn ακαταλληλότητα, ant ευστοχία):
- επαναλαμβάνει ειρωνικά ή θυμωμένος την ερώτηση .. με σκοπό να υπογραμμίσει την ~της (FKakridis)
- ⓐ sth inexact or imprecise, inexactitude, infelicity:
- κριτική, μεταφραστική ~ |
- δυο λόγια .. για τα λάθη και τις αστοχίες, που παρατηρήθηκαν εφέτος κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων (LPolitis)
- ⓑ incompetence, unskilfulness (near-syn αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα 1):
- συμβαίνει κάποτε .. από αβεβαιότητα και ~του ίδιου του ποιητή .. να μη μπορούμε να συλλάβομε αυτή την ιδέα (Papanoutsos)
- ③ error, fault, mistake (syn αστοχιά 5, λάθος, πλάνη, σφάλμα):
- θεωρητική, λογική ~ |
- να πληροφορηθούμε ποιες είναι οι αστοχίες που αχρηστεύουν το αποτέλεσμα (Papanoutsos) |
- θα ξαναγυρίσει στο αίτημα της ποσοτικής παραγωγής .., που είναι κάτι χειρότερο από ~, σωστό κριτικό αμάρτημα (Melas)
- ⓒ wrongful act, misdeed, error (syn αστόχημα, σφάλμα):
- υπάρχει συναίσθηση της ευθύνης .. για όποια τυχόν ηθική ~(Despotop) |
- οι αστοχίες της πολιτικής δεν θα δημιουργούσαν τέτοιο αδιέξοδο (Palaiologos)
[fr MG αστοχία ← PatrG, K, der of ἄστοχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστοχιά [asto já] η,
- ① lack of success, failure (syn αποτυχία)
- ② crop failure, bad season (syn ακαρπία, αφορία [της γης], σιτοδεία):
- φέτος είχαμε μεγάλη ~στ' αμπέλια, στις ελιές, στα γεννήματα |
- gnom η πολλή σπορά νικά την ~ |
- δεύτερη ~ λίγο παραΰστερα έκαμε την αντεπανάσταση να ζαρώσει για καλά (Prevelakis) |
- poem μα το δεντρό της γης δρακοντικά χιλιοριζοσκελώνει | κι ένας βαρύς ανθός στην ~κατακορφού απομένει (Kazantz Od 14.1024)
- ③ misfortune, woe (syn δυστυχία):
- λοιπόν, είσ' έτοιμος για το κλαρί κι εσύ! τρομάρα μου, ~μου! (Vlachogiannis)
- ④ region. inattentiveness, carelessness, negligence (syn αμέλεια, ανοησία, απερισκεψία, απροσεξία, κουταμάρα):
- poem .. το παιδί της κλαίει τον Ίτυλο, του βασιλιά του Zήθου | το γιο, που από ~της κάποτε τον είχε θανατώσει (Homer Od 19.523 Kaz-Kakr)
- ⓐ incompetence, clumsiness (near-syn ανικανότητα, ατζαμοσύνη):
- γελούσε ο κόσμος με την ~του, με την απροσεξιά του· ποιητής· αφρόντιστο πετάμενο πουλάκι· πού να συλλογιστεί για τέτοια πράματα; (Psichari)
- ⑤ error, fault, mistake (syn αστοχία 3):
- έχωσα το χέρι μου κάτω απ' τη φούστα της· τι ~πρέπει να 'καμα! τι λάθος αδιόρθωτο! (Prevelakis) |
- έπρεπε .. η πετονιά του παραγαδιού και οι καλούμες όλες να μην ασπρίζουν στο νερό ..· θα ήταν ~να τα ρίχνουν άβαφτα στη θάλασσα (Zappas)
[fr postmed, MG αστοχιά ← MG αστοχία ← K ἀστοχία (Polyb+)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστοχιάζω [asto jázo] aor αστόχιασα (subj αστοχιάσω)
- defy, ignore, disregard (syn αψηφώ, περιφρονώ):
- ο φόβος .. τούς δαιμονίζει και πολεμούνε να τον αστοχιάσουν (Psichari) |
- poem αστόχιασε το θάνατο για τη ζωή της κόρης | κι έσκυψε μόνη στου θεριού το πεινασμένο στόμα (Polemis)
[der of αστοχιά]
- defy, ignore, disregard (syn αψηφώ, περιφρονώ):