Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστοργία η [astorjía] Ο25 : αφύσικη έλλειψη στοργής του γονέα προς τα παιδιά του: H ~ της μάνας του
|| (επέκτ.): Οι σεισμόπληκτοι είναι αγανακτισμένοι από την κυβερνητική ~.
[λόγ. < αρχ. ἀστοργία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστοργία [astoryía] η, (L)
- ① lack of affection or loving care, indifference (near-syn απονιά, ant στοργή):
- η ~μερικών γονέων |
- ~ του κράτους για τους δασκάλους |
- η Σφακτηρία συμβολίζει την ~ του Kρόνου, που κατάπινε τα παιδιά του (Panagiotop) |
- πνευματικούς και ιστορικούς θησαυρούς .. είχε διασώσει από την ~ .. της ελληνικής κοινωνίας (Theotokas) |
- οι θεατρικοί οργανισμοί έχουν ~ για τα έργα των άγνωστων συγγραφέων (Thrylos)
- ② act or instance of lack of affection or loving care, act of indifference:
- το συνέδριο .. διαμαρτυρήθηκε για ορισμένες αστοργίες του κράτους απέναντι στο θέατρο (Thrylos)
[fr kath αστοργία ← K, AG, der of άστοργος]
- ① lack of affection or loving care, indifference (near-syn απονιά, ant στοργή):