Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστικός -ή -ό [astikós] Ε1 : I.που ανήκει ή που αναφέρεται στην πόλη. 1. ANT αγροτικός: Aστικοί πληθυσμοί. Aστικές περιοχές. Aστικά κέντρα, οι πόλεις. Tα τελευταία χρόνια παρατηρείται μετακίνηση του πληθυσμού από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα. 2. που αφορά την επικοινωνία μέσα σε μία πόλη. ANT υπεραστικός: Aστικές συγκοινωνίες. Aστικό λεωφορείο και ως ουσ. το αστικό. Aστικό τηλεφώνημα. II. (νομ.) που αναφέρεται στον πολίτη, ως τον υπήκοο ενός κράτους με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή του την ιδιότητα: Aστικά δικαιώματα. Aστικό δίκαιο. ~ κώδικας. III1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους αστούς, ως κοινωνική τάξη: Aστική τάξη. Aστική κυβέρνηση. Aστικό καθεστώς / κόμμα / κράτος. 2. που εκφράζει τις κοινωνικές, πολιτικές ή ηθικές αξίες της αστικής τάξης: ~ τύπος. Aστική ηθική / νοοτροπία / προπαγάνδα / ιδεολογία. ~ τρόπος ζωής. ~ πολιτισμός.

[λόγ.: Ι1: αρχ. ἀστικός· Ι2: σημδ. γαλλ. urbain· ΙΙ: σημδ. γαλλ. civil· ΙΙΙ: σημδ. γαλλ. bourgeois]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστικός, -ή, -ό [astikós] (L)
  • ① of or pertaining to a city, urban (ant αγροτικός, γεωργικός):
    • ~πληθυσμός, συνοικισμός |
    • αστική οικονομία |
    • αστική αριστοκρατία, ζωή, κοινωνία |
    • αστική λαογραφία, τέχνη |
    • αστικό κτήμα, σπίτι |
    • αστικό κέντρο |
    • αστικό δράμα, μυθιστόρημα |
    • αστική λαϊκή γλώσσα |
    • τα αστικά ήθη της εποχής |
    • αστική συγκοινωνία urban transportation |
    • αστικό λεωφορείο city bus |
    • αυτός είναι ο ιδρυτής της λαμπρότερης δυναστείας αστικού οίκου που γνώρισε η ιστορία (Kanellop) |
    • δείχνει την αντοχή αλλά και την αστική εξέλιξη της λαϊκής λατρείας μας (Loukatos) |
    • υπάρχουν θαυμάσιες φορεσιές αστικές (Stratou) |
    • θεωρούν την καντάδα (λαϊκή αστική σερενάτα) είδος λαϊκού τραγουδιού (IPetrop)
  • ⓐ urbane, civilized, suave (near-syn αβρός 2, ευγενικός, πολιτισμένος):
    • είναι τόσο ωραία .. η γλώσσα σου, .. τόσο ευγενική, αστική στην έκφρασή της (Palam) |
    • τα πάντα έχουν ένα μεγαλείο βασιλικό και μαζί μιαν απλότητα πολύ αστική (Petsalis)
  • ② law pertaining to legal relations between private individuals or corporate bodies, civil, private:
    • ~κώδικας |
    • αστική νομοθεσία |
    • αστικό δίκαιο |
    • αστική διαφορά civil case |
    • αστική κατάσταση marital state (syn οικογενειακή κατάσταση) |
    • υπέχει αστική ευθύνη |
    • η αστική αυτή υπόθεση είναι πολύ μπερδεμένη (Spandonidis) |
    • όταν στα αστικά ή τα ποινικά δικαστήρια οι διάδικοι είναι Έλληνες, δικάζονται από Έλληνα δικαστή (Christidis)
  • ③ polit middle-class, bourgeois (syn μεσοαστικός, μπουρζουάδικος, near-syn καπιταλιστικός):
    • ~κόσμος, αθεϊσμός |
    • ~ εθνικισμός |
    • ~ διαφωτισμός, πολιτισμός |
    • αστική δημοκρατία, επανάσταση, ιδεολογία, νοοτροπία, παρακμή |
    • αστικές ανέσεις, αρετές, πολυτέλειες |
    • αστικό καθεστώς, σαλόνι |
    • αστικό κοινωνικό σύστημα |
    • αστικό οικονομικό δόγμα |
    • αστικό και αντικομμουνιστικό κράτος |
    • αστική τάξη middle class, bourgeoisie (syn phr μεσαία τάξη, syn αστισμός 1, μπουρζουαζία) |
    • ξεκαθάρισε τη γερμανική σκηνή απ' τις ανούσιες αστικές ηθικολογίες (Athanasiadis-N) |
    • είχα πολλές αστικές προλήψεις, που δεν μπορούσα .. ν' αποβάλω διαμιάς (Karavias) |
    • η αστική ηγεσία δεν επιθυμεί να διακρίνει το αδιέξοδο στο οποίο στριμμώνουμε το έθνος (Christidis AK) |
    • ξέρω όλες τις αστικότατες συνήθειές σας (TAthanasiadis)

[fr kath αστικός ← MG (CGL) ← K (also pap), AG, der of ἄστυ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες