Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστικά [astiká] adv (L)
- ① fr an urban point of view, urbanistically:
- όλα αυτά θεωρούνται απομεινάρια των παλιών κοινωνιών .. από τους προηγμένους ~λαούς (Evelpidis)
- ② law fr a civil law point of view:
- είναι ~και αλληλέγγυα υπεύθυνοι να επανορθώσουν εντελώς κάθε ζημιά που προξένησε το δημοσίευμα (Christidis EΣ)
- ③ in a bourgeois or middle-class manner:
- αστικότατα διατηρείς ένα διαμερισματάκι για τους παράνομους έρωτές σου (TAthanasiadis) |
- πέθανε ~στη βίλλα του .. τριγυρισμένος από δικούς και φίλους (Athanasiadis-N)
[der of αστικός]
- ① fr an urban point of view, urbanistically: