Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστιγματικός -ή -ό [astiγmatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αστιγματισμό: Aστιγματική όραση. ~ φακός, που διορθώνει τον αστιγματισμό. || (ως ουσ.) ο αστιγματικός, αυτός που πάσχει από αστιγματισμό.
[λόγ. αστιγματ(ισμός) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστιγματικός, -ή, -ό [astiγmatikós] (L)
- ① phys exhibiting or producing astigmatism:
- αστιγματική φωτεινή δέσμη |
- ένα πορτρέτο .. φωτογραφισμένο με αστιγματικούς φακούς γίνεται από στρογγυλό μακρουλό (Ouranis)
- ② ophthalm affected by astigmatism, astigmatic:
- αστιγματικά μάτια |
- ο Γκρέκο ήταν ~, ισχυρίζεται ένας Iσπανός οφθαλμολόγος (id., adapted)
- ⓐ correcting astigmatism, astigmatic:
- αστιγματικοί φακοί |
- αστιγματικά γυαλιά
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστιγματικός, cpd w. στιγματικός]
- ① phys exhibiting or producing astigmatism: