Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστεφάνωτος -η -ο [astefánotos] Ε5 : (οικ.) κυρίως για γυναίκα, η οποία αντιμετωπίζεται με κάποια κοινωνική ανυποληψία επειδή συζεί με κπ. χωρίς να τον έχει παντρευτεί: Zει αστεφάνωτη μαζί του τόσα χρόνια. Tην έχει αστεφάνωτη.
[ελνστ. ἀστεφάνωτος, αρχ. σημ.: `που δε φοράει (δάφνινο) στεφάνι σε ένδειξη τιμής΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεφάνωτος, -η, -ο [astefánotos]
- ① unwreathed, uncrowned (ant στεφανωμένος):
- οι γιορτές της [Aφροδίτης] ξεχνιούνται, τα αγάλματά της απομένουν αστεφάνωτα (Kakridis) |
- poem κι εδώ γυμνά, αστεφάνωτα ποτέ δεν απομένουν | ούτε οι βωμοί ούτε τ' αγνά κεφάλια των παρθένων (Palam)
- ② unwed, unmarried (syn ανύπαντρος2, απάντρευτος):
- αστεφάνωτη αδερφή, μητέρα |
- το ζευγάρι ζει αστεφάνωτο (Sachinis) |
- δέχτηκε και την αστεφάνωτη μαντινούτα του γιου της στο σπίτι (Myriv) |
- είκοσι χρόνια την είχε αστεφάνωτη με τρία μπαστάρδικα (Bastias)
[fr K, AG ἀστεφάνωτος]
- ① unwreathed, uncrowned (ant στεφανωμένος):