Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεροσκόπος [asteroskόpos] ο, η, (L) astr
- one who makes astronomical observations, astronomer (syn αστρονόμος)
[fr kath αστεροσκόπος ← MG (Manasses) ← LK (Artemidorus oneirocr., 2nd c. AD), cpd w. -σκόπος; cf ηλιοσκόπος, μετεωρο-, οιωνο-, ορνιθο-, ουρανο-, χειροσκόπος etc]