Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστεροσκοπείο το [asteroskopío] Ο39 : επιστημονικό ίδρυμα στο οποίο, με τη βοήθεια ειδικών οργάνων, γίνονται παρατηρήσεις και μελέτες πάνω στα ουράνια σώματα: ~ Aθηνών / του Γκρίνουιτς. || το αντίστοιχο κτίριο: Ο θόλος του αστεροσκοπείου.
[λόγ. < ελνστ. ἀστεροσκοπ(ῶ) `παρακολουθώ τα άστρα΄ -είον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεροσκοπείο [asteroskopío] το, (L) astr
- building equipped for making astronomical observations, observatory (syn phr αστρονομικό παρατηρητήριο):
- θα γινόταν μια μέρα ένας διάσημος καθηγητής, ένας διευθυντής αστεροσκοπείου ..; (Xenop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστεροσκοπείον, der of αστεροσκόπος w. suff -είον; cf κεραυνοσκοπείον, μετεωρο-, οιωνο-σκοπείον etc]
- building equipped for making astronomical observations, observatory (syn phr αστρονομικό παρατηρητήριο):