Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστεροειδής -ής -ές [asteroiδís] Ε10 : 1.(λόγ.) που μοιάζει με αστέρι, με άστρο. 2. (ως ουσ.) ο αστεροειδής, καθένας από τους μικρούς πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος που είναι αόρατοι με γυμνό μάτι και των οποίων οι τροχιές βρίσκονται ως επί το πλείστον ανάμεσα στις τροχιές του Δία και του Άρη: Οι πρώτοι αστεροειδείς ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 19ου αι.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀστεροειδής, αρχ. σημ.: `έναστρος΄· 2: σημδ. γαλλ. astéroïde < ελνστ. ἀστεροειδής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεροειδής1 [asteroi∂ís] ο, (L) astr
- small planet, planetoid, asteroid, esp one of those constituting the asteroid belt between Mars and Jupiter:
- poem σε σκοτεινό και ξεχασμένο αστεροειδή αποκλείστηκα (Theodorou)
[fr kath αστεροειδής, substantiv. m of αστεροειδής2]
- small planet, planetoid, asteroid, esp one of those constituting the asteroid belt between Mars and Jupiter:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεροειδής2, -ής, -ές [asteroi∂ís] (L)
- star-shaped, stellate, stelliform (syn αστερωτός, αστρικός 2, αστροειδής2):
- αστεροειδή κοσμήματα |
- αστεροειδείς φλέβες stellate veins |
- ~ κινητήρας radial engine
[fr kath αστεροειδής ← K, AG, cpd w. combin form -οειδής]
- star-shaped, stellate, stelliform (syn αστερωτός, αστρικός 2, αστροειδής2):