Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αστερίσκος ο.
-
- (Εκκλ.) λειτουργικό σκεύος σε σχήμα σταυρού:
- (Hagia Sophia ω 5313-4).
[μτγν. ουσ. αστερίσκος. H λ. και σήμ.]
- (Εκκλ.) λειτουργικό σκεύος σε σχήμα σταυρού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστερίσκος [asterískos] ο, (L)
- ① small star-shaped ornament or decoration (syn αστράκι1 2):
- κάτω από τα χείλη των αγγείων αυτών υπάρχουν μια ή περισσότερες ζώνες στολισμένες με κυμάτια, αστραγάλους, αστερίσκους, .. πουλιά και άλλα θέματα (DLazaridis)
- ② typogr asterisk:
- σημείωση με αστερίσκο |
- λέξη σημαδεμένη με αστερίσκο |
- οι εκθειαστικοί αστερίσκοι των Mπαίδεκερ (Baedeker) έχουν μετατρέψει την Ίζολα Mπέλλα σ' ένα από τα αξιοθέατα των ιταλικών λιμνών (Ouranis)
- ③ Gr Orthod Ch curved metal utensil, shaped like a star or cross, placed on the paten to prevent the veil fr touching the Eucharist, asterisk
[fr kath αστερίσκος ← postmed, MG ← PatrG, K (dimin of ἀστήρ)]
- ① small star-shaped ornament or decoration (syn αστράκι1 2):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστερίσκος 1 ο [asterískos] Ο18 : (τυπ., φιλολ.) ειδικό τυπογραφικό σημάδι (*) με το οποίο γίνεται παραπομπή σε υποσημείωση ή σε σχόλιο ενός κειμένου. || (γλωσσ.) στην αρχή μιας λέξης, δηλώνει έναν υποθετικό τύπο, αναγκαίο για την κατανόηση της σημασίας ή της προέλευσης της λέξης, π.χ. ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weid-.
[λόγ. < ελνστ. ἀστερίσκος (αρχική σημ.: `μικρό άστρο΄) & σημδ. γερμ. Asteriskus < ελνστ. ἀστερίσκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστερίσκος 2 ο : (εκκλ.) ιερό σκεύος σε σχήμα σταυρού που τοποθετείται πάνω στο δισκάριο και συγκρατεί το ύφασμα που καλύπτει τα Tίμια Δώρα.
[λόγ. < μσν. αστερίσκος, ελνστ. σημ.: `μικρό άστρο΄]