Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστεράτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αστεράτος, επίθ.
  • (Προκ. για ζώο) που έχει στο μέτωπο στίγμα σε σχήμα άστρου:
    • φαρίν εκαβαλίκευεν φιτυλόν, αστεράτον (Διγ. Z 304).

[<ουσ. αστέρι + κατάλ. άτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστεράτος, -η, -ο [asterátos]
  • ① star-filled, star-studded, starry (syn αστέρινος 2, αστράτος 1, άστρινος 2, L αστερόεις, έναστρος):
    • poem δίνει βιτσιά γοργά στ' αλόγατα κι αυτά πετούν και φεύγουν | προθυμερά, στη γης ανάμεσα και στ' αστεράτα ουράνια (Homer Il 5.769 Kaz-Kakr)
  • ② starry, shining, flashing, sparkling (syn αστέρινος 2b, αστράτος 2, αστρικός 3, near-syn λαμπερός):
    • φίδι με λέπια αστεράτα (Terzakis) |
    • με κοίταζε με το μάτι της εκείνο το αστεράτο, καρφωτά (id.)
  • ③ having a white spot or star on the forehead, starred (syn αστρομέτωπος):
    • αστεράτο άλογο, γαϊδούρι, πρόβατο |
    • η μπάλια η αστεράτη (Christovasilis) |
    • ο γάιδαρος τάνυσε τη μουσούδα του .. κι άφησε να τον χαϊδέψει απαλά στ' αστεράτο μέτωπο (Petimezas-L) |
    • poem τον αστεράτοταύρο τους θωρούν, το μέγα κανακάρη, | να μπαίνει πρώτος πρώτος στο χορό κλ (Kazantz Od 6.300)

[fr MG αστεράτος, der of αστέρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες