Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστειότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστειότητα η [astiótita] Ο28 : 1.(λόγ.) αστείος λόγος ή ενέργεια. 2. (πληθ.) λόγια ή ενέργειες επιπόλαιες ή ανόητες που στερούνται σοβαρότητας: Aυτά που ισχυρίζεται είναι αστειότητες.

[λόγ. < ελνστ. ἀστειότης, αιτ. -ητα `λεπτότητα, πνεύμα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanterie]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστειότητα [astiόtita] η,
  • ① amusing aspect or quality (syn αστείο 1):
    • στο χιούμορ πίσω από την ~υπάρχει ο σοβαρός τόνος (Papanoutsos) |
    • στη βία αντιπροβάλλεται η πειθώ, στην ~ κάτι πολύ σοβαρό και σημαντικό (Kakridis)
  • ② ridiculous or funny act or utterance, joke (syn αστείο 2, γελοιότητα):
    • τέτοιες αστειότητες είθισται να τις λένε μερικοί επίσημοι |
    • το κλασικό εκείνο μελόν, το μπαστουνάκι, οι αρβύλες γεννούν στο κοινό συγκίνηση αισθησιακή; αστειότητες! (Athanasiadis-N) |
    • έχει γραφεί ως και η ~ ότι, γοητευμένος από την όμορφη, λέει, στολή των τσοχαντάρηδων του Aλή, .. μπήκε σ' αυτή τη φρουρά (Melas)

[fr kath αστειότης ← MG (CGL) ← PatrG, K (also pap), der of αστείος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες