Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστειολόγημα το [astiolójima] Ο49 : φραστικό αστείο· αστεϊσμός.
[λόγ. αστειολογη- (αστειολογώ) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστειολόγημα [astiolόyima] το, (L)
- humorous manner of speech, witticism, joke, pleasantry (syn αστειολογία, ευφυολόγημα, ευφυολογία):
- όλοι οι λαοί έχουν σατιρικές ανεκδοτικές ιστορίες, πειρακτικά αστειολογήματα (Loukatos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστειολόγημα, der of αστειολογώ]
- humorous manner of speech, witticism, joke, pleasantry (syn αστειολογία, ευφυολόγημα, ευφυολογία):