Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστειευόμενος, -η, -ο [astievόmenos] (L)
- joking, jokingly:
- την ρώτησα ~αν θα έχει καλεσμένους υπουργούς (TAthanasiadis) |
- πολλοί, αστειευόμενοι ίσως, οραματίζονται το χάπι, που ο άνθρωπος του μέλλοντος θα χρησιμοποιεί για να καλύπτει τις φυσικές ανάγκες του (Louros)
[fr kath αστειευόμενος, prpmi of αστειεύω]
- joking, jokingly: