Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστείρευτος -η -ο [astíreftos] Ε5 : που δε στερεύει, συνήθ. με επέκταση και μτφ., ανεξάντλητος: Tα δάκρυά του ήταν αστείρευτα, άφθονα. H θάλασσα είναι μια αστείρευτη πηγή πλούτου. Ο δάσκαλός μου ήταν αστείρευτη πηγή σοφίας και γνώσεων. H φύση είναι αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως για τον καλλιτέχνη. H αγάπη της μάνας είναι αστείρευτη.
αστείρευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. επίδρ. στο αστέρευτος κατά το στείρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστείρευτος, -η (L -ος), -ο [astíreftos] (L)
- ① ever-flowing, inexhaustible (syn αείροος, αέναος L, αστέρευτος 1, άσωστος, άσωτος):
- ~ποταμός, ωκεανός |
- αστείρευτη βρύση |
- η ελίτσα .. δίνει το λάδι της αστείρευτο στη φτωχολογιά (Drosinis) |
- τρεφόταν .. από δυο πελώρια, θαυμάσια βυζιά, γεμάτα, αστείρευτα βυζιά παραμάνας (Xenop) |
- η Σιέρα Nεβάδα [ήταν το] αστείρευτο υδραγωγείο της Γρενάδας (Papantoniou) |
- το Bέρμιο .. σε προσκαλεί .. με την αστείρευτη δροσιά του (Panagiotop) |
- poem ζερβόδεξα τ' αστείρευτα και τρεξιμιά νερά του (Gryparis) |
- το κυματάκι πρόβαινε μ' αμέτρητο καμάρι | κι ατέλειωτο κι αστείρευτο ξεσπούσε στο γιαλό (Karyotakis)
- ② fig inexhaustible, endless, boundless, perennial (syn ανεξάντλητος, αστέρευτος 2, άσωστος, ατέλειωτος):
- ~πόθος |
- αστείρευτη αφθονία, ενεργητικότητα, θλίψη, καλοσύνη, μνήμη |
- αστείρευτο κέφι, μίσος |
- ~ φυσικός θησαυρός |
- αστείρευτη πλουτοπαραγωγική πηγή |
- αστείρευτες εκφραστικές δυνατότητες |
- αστείρευτη πηγή γνώσεων, έμπνευσης, ενεργείας, θάρρους, χαράς |
- από την ώρα που πληγώθηκα σαράντα χρόνια αστείρευτα, σώνει πια (Vlachogiannis) |
- έρχονται και οι δυο αυτές μεταφράσεις να δείξουν πόσο ~ είναι ο χυμός της δημοτικής (Papantoniou) |
- η ευγνωμοσύνη του ελληνισμού προς την εκκλησία του είναι αστείρευτη (Theotokas) |
- poem δύναμη αντλείς αστείρευτη ως κι απ' τις συμφορές σου (Athanas)
[cpd w. *στειρευτός (: στειρεύω)]
- ① ever-flowing, inexhaustible (syn αείροος, αέναος L, αστέρευτος 1, άσωστος, άσωτος):