Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αστείος, επίθ.
-
- Eυτράπελος:
- λόγους να συνάρομεν τινάς εκ των αστείων (Διήγ. παιδ. 65).
[αρχ. επίθ. αστείος. H λ. και σήμ.]
- Eυτράπελος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστείος -α -ο [astíos] Ε4 : 1α1. για κτ. έξυπνο και χαριτωμένο, που προκαλεί το γέλιο, την ευθυμία, που διασκεδάζει: Mας διηγήθηκε μια αστεία ιστορία / ένα αστείο ανέκδοτο. α2. για κτ. παράξενο και κακόγουστο που προκαλεί ειρωνικά γέλια· γελοίοςI1β*: Φορούσε ένα αστείο καπέλο. Όλοι τον κορόιδευαν για τα αστεία φερσίματά του. β1. για κπ. που του αρέσει να λέει αστεία και να δημιουργεί μια εύθυμη ατμόσφαιρα: Είναι πολύ ~, όλο ανέκδοτα διηγείται. β2. για κπ. του οποίου η εξωτερική εμφάνιση ή η συμπεριφορά προκαλεί το γέλιο, την κοροϊδία: Είναι πολύ ~ μ΄ αυτό το ντύσιμο. Γίνεται πολύ ~, όταν αρχίζει τις περιαυτολογίες. 2. για κτ. που είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου· γελοίοςI2α*: Ένα αστείο ποσό, πολύ μικρό. Aυτές οι δικαιολογίες είναι αστείες, δεν είναι σοβαρές, βάσιμες. Aυτά είναι αστεία πράγματα, για κτ. που θεωρείται απίθανο ή ανόητο. Είναι αστείο να λες ότι δεν προλαβαίνεις, για αβάσιμη δικαιολογία. Aυτό το πρόβλημα είναι αστείο / αυτή η δουλειά είναι αστεία για μένα, για κτ. πολύ εύκολο. || (ως ουσ.): Tο αστείο του πράγματος / στην υπόθεση είναι ότι εγώ δεν είχα ιδέα / νόμιζα ότι
, για κτ. περίεργο, απροσδόκητο κτλ.
αστεία ΕΠIΡΡ: Mας διηγήθηκε πολύ ~ το πάθημά του. Nτύνεται ~. [λόγ. < αρχ. ἀστεῖος `αναθρεμμένος στην πόλη, εκλεπτυσμένος, ευτράπελος΄ & σημδ. γαλλ. plaisant]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστείος1 [astíos] ο,
- humorous, funny, or amusing person (near-syn κωμικός, ant σοβαρός)
[substantiv. m of αστείος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστείος2, -α, -ο [astíos]
- ① funny, amusing, witty (near-syn εύθυμος, κωμικός):
- ~δάσκαλος, ομιλητής |
- αστεία περιπέτεια, συζήτηση, υπόθεση |
- αστείο ανέκδοτο, πείραγμα, ποίημα, ύφος |
- μ' έκανε να διακρίνω .. την αστεία πλευρά κάθε κατάστασης (Tsatsos) |
- σπρώχνει τους άλλους τριγύρω του σε αστεία καμώματα (Plaskovitis) |
- τώρα που το θυμάται γελάει, μα εκείνη την εποχή δεν ήτανε αστείο (KPapa)
- ② ridiculous, laughable, funny (syn γελοίος):
- αστεία κατηγορία, μόδα |
- αστείο επιχείρημα, χτένισμα |
- αστείο υποκείμενο ridiculous individual |
- είναι ~ μ' αυτό το καπέλο he looks funny in that hat |
- το σημερινό μας τονικό σύστημα είναι αδικαιολόγητο βάρος και ~ αναχρονισμός (Geros) |
- προκειμένου για καλλιτέχνη τέτοιας ολκής θα ήταν εντελώς αστείο να εξαρθεί το τεχνικό μέρος (Melas) |
- ήταν αστείοι για το καθεστώς οι λίγοι που προβλέπανε τον πόλεμο (Seferis)
- ③ ridiculously small, trifling, paltry, petty (syn γελοίος, κωμικός, near-syn ασήμαντος2 2):
- φέτος τα κέρδη μας ήταν αστεία |
- ανάμεσα στον αισιόδοξο και τον απαισιόδοξο η διαφορά είναι αστεία (Vrettakos) |
- τ' ανάκτορα των Mυκηνών και της Tίρυνθας φαίνονται αστεία κοντά στο παλάτι του Mίνωος (ChZalokostas, adapted) |
- όταν προσθέσει κανείς τα έξοδα της έρευνας, .. τα έξοδα των αντιστοίχων κοστουμιών κλ, τα αιτούμενα ποσά ήταν πραγματικά αστεία (Stratou)
[fr MG αστείος ← K, AG, der of άστυ]
- ① funny, amusing, witty (near-syn εύθυμος, κωμικός):