Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστείο το [astío] Ο39 : λόγος ή σύντομη διήγηση ή και ενέργεια που προκαλεί το γέλιο: Ένα έξυπνο / νόστιμο / κουτό / άνοστο ~. Xοντρό / χοντροκομμένο ~, που συνήθ. θίγει ή γελοιοποιεί πρόσωπα ή καταστάσεις. Tου αρέσει να λέει / να κάνει αστεία. Πες μας κανένα ~ να γελάσουμε. Λέω / κάνω κτ. στα αστεία, σαν αστείο, όχι σοβαρά. || σε στερεότυπες εκφορές, ΦΡ και εκφράσεις : ας αφήσουμε τα αστεία (κατά μέρος) / χωρίς αστεία / να λείπουν τα αστεία, όταν θέλουμε να δώσουμε σοβαρό τόνο στη συζήτηση. δε σηκώνω αστεία / δεν παίρνω από αστεία, ενοχλούμαι, παρεξηγώ τα αστεία που μου κάνουν. ούτε για ~, όταν κάποιος αναφέρει ένα δυσάρεστο ενδεχόμενο. παράγινε* το ~. μεταξύ σοβαρού* και αστείου. γυρίζω κτ. / ρίχνω κτ. στο ~, δεν το αντιμετωπίζω με τη σοβαρότητα που του ταιριάζει, το γελοιοποιώ. υπό τύπον αστείου, με τη μορφή αστείου.
αστειάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ἀστεῖον `εκλεπτυσμένο΄, τά ἀστεῖα `ευφυολογήματα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanterie]
- αστείο [astío] το,
- ① sth funny or amusing, comical aspect or quality (syn αστειότητα 1):
- συνέβηκε το εξής ~ |
- στην ειρωνεία, πίσω από τη σοβαρότητα κρύβεται το ~ (Papanoutsos) |
- το ~, η εύθυμη δηλαδή ή η σατιρική κατάσταση, είναι βασικά ζήτημα αποχρώσεων (NMatsas) |
- το ~ στην όλη υπόθεση είναι πως, αν κάποιος άλλος μου μιλούσε γι' αυτό το θέμα, θα τον κορόιδευα (SPapadimitriou)
- ② joke, jest, gag, pleasantry (syn αστειότητα 2, αστεϊσμός L, καλαμπούρι, χωρατό):
- ανάλατο ~unwitty or unfunny joke |
- άνοστο ~ tasteless joke |
- χοντρό ~ practical joke |
- λέει αστεία he tells jokes |
- κάνει αστεία he does funny tricks, he plays gags |
- δε σηκώνει αστεία he doesn't care for jokes |
- άσε τ' αστεία joking aside, cut out the jokes, enough joking |
- το έκαμε γι' ~he did it in jest |
- μην το λες ούτε γι' ~ don't say that even as a joke, this is no laughing matter |
- το 'ριξε (or το γύρισε) στο ~ he injected a humorous tone to the conversation, he lightened the conversation |
- η φύσις κάνει αστεία καμιά φορά· κάθεται και σκαρώνει κάτι πλάσματα .. που μπαίνουν στην περιοχή .. της γελοιογραφίας (Potamianos)
- ⓐ adv phr στ' αστεία in fun, in jest, jokingly (syn αστεία 1, ant στα σοβαρά):
- στ' αστεία το είπε, δεν το εννοούσε |
- το πήρε στ' αστεία he took it as a joke, he made light of it |
- "το σκάμε;" πρότεινε στ' αστεία ο Π. (Xenop) |
- και στ' αστεία αν το λες, .. οι άλλοι .. θα το πάρουν στα σοβαρά (Palaiologos)
- ③ trifling or trivial matter, joke (syn phr παίξε γέλασε):
- μια δικαστική αγωγή δεν είναι ~ |
- εξακόσια χιλιόμετρα είχαμε προελάσει, δεν ήταν ~ (DSotiriou)
[substantiv. n of αστείος2]
- ① sth funny or amusing, comical aspect or quality (syn αστειότητα 1):
- αστειολόγημα το [astiolójima] Ο49 : φραστικό αστείο· αστεϊσμός.
[λόγ. αστειολογη- (αστειολογώ) -μα]
- αστειολόγημα [astiolόyima] το, (L)
- humorous manner of speech, witticism, joke, pleasantry (syn αστειολογία, ευφυολόγημα, ευφυολογία):
- όλοι οι λαοί έχουν σατιρικές ανεκδοτικές ιστορίες, πειρακτικά αστειολογήματα (Loukatos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αστειολόγημα, der of αστειολογώ]
- humorous manner of speech, witticism, joke, pleasantry (syn αστειολογία, ευφυολόγημα, ευφυολογία):
- αστειολογία [astioloyía] η, (L) = αστειολόγημα το
- :
- ποτέ δεν είχα υπολογίσει τη σημασία ετούτης της μακάβριας αστειολογίας (Grigoris)
[fr kath αστειολογία ← K (2nd c. AD), AG (Aristotle)]
- αστειολόγος [astiolόγos] ο, (L)
- joke-teller, joker, wit (syn καλαμπουρτζής, χωρατατζής)
[fr kath αστειολόγος ← MG (CGL), cpd w. combin form -λόγος]
- αστειολογώ [astioloγó] Ρ10.9α : λέω αστεία, αστεϊσμούς.
[λόγ. αστεί(ος) -ο- + -λογώ (πρβ. αρχ. ἀστειολογία `αστειολόγημα΄)]
- αστειολογώ [astioloγό] αστειολογεί, ipf αστειολογούσα, (L)
- tell jokes, utter pleasantries (syn καλαμπουρίζω):
- έπιναν κρασιά από μεγάλα ποτήρια, αστειολογούσαν, τραγουδούσαν (Panagiotop)
[fr kath (neol) αστειολογώ, der of αστειολόγος]
- tell jokes, utter pleasantries (syn καλαμπουρίζω):
- αστείος, επίθ.
-
- Eυτράπελος:
- λόγους να συνάρομεν τινάς εκ των αστείων (Διήγ. παιδ. 65).
[αρχ. επίθ. αστείος. H λ. και σήμ.]
- Eυτράπελος:
- αστείος -α -ο [astíos] Ε4 : 1α1. για κτ. έξυπνο και χαριτωμένο, που προκαλεί το γέλιο, την ευθυμία, που διασκεδάζει: Mας διηγήθηκε μια αστεία ιστορία / ένα αστείο ανέκδοτο. α2. για κτ. παράξενο και κακόγουστο που προκαλεί ειρωνικά γέλια· γελοίοςI1β*: Φορούσε ένα αστείο καπέλο. Όλοι τον κορόιδευαν για τα αστεία φερσίματά του. β1. για κπ. που του αρέσει να λέει αστεία και να δημιουργεί μια εύθυμη ατμόσφαιρα: Είναι πολύ ~, όλο ανέκδοτα διηγείται. β2. για κπ. του οποίου η εξωτερική εμφάνιση ή η συμπεριφορά προκαλεί το γέλιο, την κοροϊδία: Είναι πολύ ~ μ΄ αυτό το ντύσιμο. Γίνεται πολύ ~, όταν αρχίζει τις περιαυτολογίες. 2. για κτ. που είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου· γελοίοςI2α*: Ένα αστείο ποσό, πολύ μικρό. Aυτές οι δικαιολογίες είναι αστείες, δεν είναι σοβαρές, βάσιμες. Aυτά είναι αστεία πράγματα, για κτ. που θεωρείται απίθανο ή ανόητο. Είναι αστείο να λες ότι δεν προλαβαίνεις, για αβάσιμη δικαιολογία. Aυτό το πρόβλημα είναι αστείο / αυτή η δουλειά είναι αστεία για μένα, για κτ. πολύ εύκολο. || (ως ουσ.): Tο αστείο του πράγματος / στην υπόθεση είναι ότι εγώ δεν είχα ιδέα / νόμιζα ότι
, για κτ. περίεργο, απροσδόκητο κτλ.
αστεία ΕΠIΡΡ: Mας διηγήθηκε πολύ ~ το πάθημά του. Nτύνεται ~. [λόγ. < αρχ. ἀστεῖος `αναθρεμμένος στην πόλη, εκλεπτυσμένος, ευτράπελος΄ & σημδ. γαλλ. plaisant]