Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστεία [astía] adv
- ① jokingly, jocularly, playfully (syn phr για πλάκα, στ' αστεία):
- ~το είπε, το έκαμε |
- τη φόρεσε [την ποδιά] στην αρχή σαν πρόχειρα, σαν ~, για να προφυλάξει τα ρούχα του από .. τις σαπουνάδες (Myriv)
- ② amusingly, comically, wittily (near-syn εύθυμα, κωμικά):
- μίλησε, τραγούδησε ~ |
- folkt η γυναίκα του έμπορα είδε τον T. παράξενα και ~ ντυμένο
[der of αστείος2]
- ① jokingly, jocularly, playfully (syn phr για πλάκα, στ' αστεία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστειάκι [astiáci] το,
- short or light joke, witticism, pleasantry (syn καλαμπουράκι):
- διασκέδαζαν το κοινό με τα αστειάκια και τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας |
- όλα αυτά τα αστειάκια ήταν απαράδεκτα χυδαία |
- ήταν συμπαθέστατος με τα μικρά παιδιά, με τα αστειάκια που μας έκανε (Louros)
[dimin of αστείο]
- short or light joke, witticism, pleasantry (syn καλαμπουράκι):