Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστεΐζομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστεΐζομαι [asteízome] Ρ2.1β : (λόγ.) αστειεύομαι, συνήθ. στη μπε.: Tο είπα αστεϊζόμενος, δεν το εννοούσα σοβαρά.

[λόγ. < ελνστ. ἀστεΐζομαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστεΐζομαι [asteízome] (L) = αστειεύω 1
:
  • μην αστεΐζεσαι μαζί της |
  • οι νεκροθάφτες σκάφτοντας τραγουδούν, αστεΐζονται και φιλοσοφούν (Nikolaidis) |
  • είναι πια κλέφτης και δεν το κρύβει καθόλου, αντίθετα και μ' αυτό αστεΐζεται (Ioannou)

[fr kath αστεΐζομαι ← MG αστεΐζομαι (sub αστειορρημονώ: Zonaras, 13th c.) ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες