Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστατικός, -ή, -ό [astatikós] (L) phys
  • having no fixed position or direction, not static, astatic:
    • αστατικό γαλβανόμετρο galvanometer not affected by earth's magnetism, astatic galvanometer |
    • αστατικό ζεύγος pair of magnets producing no magnetic field, astatic pair |
    • αστατικό πηνίο astatic coil

[fr kath (neol: Koumanoudis) αστατικός, cpd of privat α- & AG στατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες