Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασταρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασταρώνω [astaróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια με αστάρι.

[αστάρ(ι) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασταρώνω [astarόno]
  • ① sew a lining in, line (syn φοδράρω):
    • ~το παλτό, το σακκάκι, το φόρεμα
  • ② apply a primer or undercoat, prime (syn phr βάφω πρώτο χέρι):
    • ~τους τοίχους, τα κάγκελα

[der of αστάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες