Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασταμάτητος -η -ο [astamátitos] Ε5 : για κτ. που διαρκεί πάρα πολύ, που φαίνεται να μην έχει τέλος· αδιάκοπος: Tο ασταμάτητο πηγαινέλα του κόσμου στους δρόμους με ζάλισε. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων είναι ~. H ζωή είναι ένας ~ αγώνας.
ασταμάτητα ΕΠIΡΡ: H καρδιά δουλεύει ~. Bρέχει ~ όλη την ημέρα. Kλαίει ~. [α- 1 σταματη- (σταματώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασταμάτητος, -η, -ο [astamátitos] (& region. ασταμάτηγος)
- ① ceaseless, unremitting, uninterrupted, continuous (syn αδιάκοπος, ακατάπαυτος, άπαυτος, ασίγαστος 2, ασκόλαστος 2):
- ~αγώνας, θρήνος, μόχθος, πόλεμος, πυρετός |
- ασταμάτητη θλίψη, πολυλογία, πορεία, προσπάθεια, ροή |
- ασταμάτητη αναζήτηση, ανησυχία, εξέλιξη, έρευνα, φροντίδα |
- ασταμάτητες βροχές, χιονοθύελλες |
- ασταμάτητο γέλιο, μαρτύριο |
- ασταμάτητα δάκρυα, ερωτήματα |
- ένα ασταμάτητο πηγαινέλα |
- ~ κρύος ιδρώτας |
- ασταμάτητη πλημμύρα |
- ασταμάτητη θύελλα από διαμαρτυρίες |
- η ζωή είναι μια ασταμάτητη αναβολή του θανάτου (Panagiotop) |
- μέσα στις νύχτες, κάτω από νερό ασταμάτητο, τα τμήματα πορεύονται (Terzakis) |
- τα σώματά μας παρασέρνονται απ' το ασταμάτητο κύλημα του χρόνου (Vrettakos)
- ② unstopped, unstoppable, unchecked (near-syn ασυγκράτητος):
- το τρένο ήταν ασταμάτητο σαν κατέβαινε |
- η νοθεία άρχισε από το αλφαβητάριο της πρώτης δημοτικού και προχώρησε ασταμάτητη στα αναγνωστικά των υπολοίπων τάξεων (Andriotis) |
- ήταν ένας ~ και σαν ακατάσχετος λαϊκός όγκος, .. ένα ποταμός από κεφάλια (Theotokas) |
- αισθάνεται τη γύρω ζωή ν' αντιχτυπά μέσα του σαν χείμαρρος ~ (Chatzinis, adapted)
[cpd w. *σταματητός (: σταματώ)]
- ① ceaseless, unremitting, uninterrupted, continuous (syn αδιάκοπος, ακατάπαυτος, άπαυτος, ασίγαστος 2, ασκόλαστος 2):