Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστακόχρωμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστακόχρωμος -η -ο [astakóxromos] Ε5 : (οικ.) που έχει το κόκκινο χρώμα του αστακού.

[αστακ(ός) -ο- + -χρωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες